αψικορία
Смотреть что такое "αψικορία" в других словарях:
ἁψικορία — ἁψικορίᾱ , ἁψικορία rapid satiety fem nom/voc/acc dual ἁψικορίᾱ , ἁψικορία rapid satiety fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψικορία — η (Α ἁψικορία) [αψίκορος] 1. το να αισθάνεται κανείς γρήγορα κορεσμό για κάποιο πράγμα 2. η εύκολη ικανοποίηση και εναλλαγή των επιθυμιών … Dictionary of Greek
ἁψικορίας — ἁψικορίᾱς , ἁψικορία rapid satiety fem acc pl ἁψικορίᾱς , ἁψικορία rapid satiety fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁψικορίαν — ἁψικορίᾱν , ἁψικορία rapid satiety fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαρόξυντος — εὐπαρόξυντος, ον (Α) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπαρόξυντον ο εύκολος ερεθισμός, η οξυθυμία, η αψικορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ οξύνω] … Dictionary of Greek